- ετεροκυκλικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χημική κυκλική ένωση από διάφορα άτομα2. φρ. «ετεροκυκλικές ενώσεις» — οι οργανικές χημικές ενώσεις, τα μόρια τών οποίων περιέχουν έναν ή περισσότερους κυκλικούς δακτυλίους που περιλαμβάνουν ένα τουλάχιστον άτομο χημικού στοιχείου διαφορετικού από τον άνθρακα (ετεροάτομο).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterocyclic < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + cyclic (πρβλ. κυκλικός)].
Dictionary of Greek. 2013.